Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντίθημα — ἀντίθημα, το (Α) [αντιτίθημι] η τελευταία προσθήκη σε μια οικοδομή … Dictionary of Greek
αντίθεμα — το (Α ἀντίθεμα) νεοελλ. μουσ. μελωδική γραμμή σε αντιστρέψιμη αντίστιξη μετά το θέμα τής φούγκας αρχ. το ἀντίθημα* … Dictionary of Greek