ἀντίθημα

ἀντίθημα
ἀντίθημα, ατος, τό,
A revetment of wall, IG1.321, cf. 11.203A45 ([place name] Delos).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντίθημα — ἀντίθημα, το (Α) [αντιτίθημι] η τελευταία προσθήκη σε μια οικοδομή …   Dictionary of Greek

  • αντίθεμα — το (Α ἀντίθεμα) νεοελλ. μουσ. μελωδική γραμμή σε αντιστρέψιμη αντίστιξη μετά το θέμα τής φούγκας αρχ. το ἀντίθημα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”